κάθαμμα

κάθαμμα
κάθαμμα
knot
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κάθαμμα — το (Α κάθαμμα) το μέσο με το οποίο δένεται κάτι, δεσμός, δέσιμο, κόμπος αρχ. 1. μτφ. περιπλοκή, μπέρδεμα («κάθαμμα λύειν λόγου» να λύνεις περίπλοκο ζήτημα, Ευρ.) 2. παροιμ. «κάθαμμα λύεις» για κάποιον που επιχειρεί κάτι δύσκολο. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • καθάμματα — κάθαμμα knot neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαμματίζω — (Α) [κάθαμμα] σχηματίζω κόμπο, κουμπώνω, δένω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”